- τσίγκινος
- -η, -οπου είναι κατασκευασμένος από τσίγκο, από ψευδάργυρο: Τσίγκινο πιάτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσίγκινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από τσίγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + κατάλ. ινος (πρβλ. χάλκ ινος)] … Dictionary of Greek